ὑστάτιον

ὑστάτιον
ὑστάτιος
at last
masc acc sg
ὑστάτιος
at last
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υστάτιος — ίη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ύστατος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατίη το τέλος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑστάτιον για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕστατος, κατά το μεσσάτιος: μέσσατος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”